Οι σκέψεις βασανίζουν τον Περικλή. Αυτή την άνοιξη τον πονάνε, τον πονάνε πολύ.
Κάποτε φτάνει, ο κόμπος εκεί που ένα ελάχιστο τράβηγμα είναι ικανό να σπάσει την ψυχή σου. Και η ψυχή του πονάει. Πονάει που έμεινε μόνος, πονάει που δεν έχει φίλους, πονάει που δεν έκανε οικογένεια. Τον πονάνε τα ντουβάρια μέσα στα οποία είναι κλεισμένος. Τα ίδια ντουβάρια ορθώνονται και στο σπίτι του. Όσο ζούσαν οι γονείς του, του ήταν αδύνατον να υποψιαστεί τη μοναξιά που τον περίμενε. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, έγινε αυτός ο άντρας του σπιτιού... Νοιαζόταν για τα καθημερινά έξοδα, συμφωνούσε με τη μάνα του για το φαγητό της ημέρας, καθόταν στο σπίτι και της έκανε παρέα, σε κάθε της στενοχώρια την έτρεχε στους γιατρούς... τις αγόραζε, σχεδόν κάθε μέρα την αγαπημένη της σοκοφρέτα. Αρχόντισσα την είχε. Δεν προλάβαινε να ζητήσει κάτι εκείνη κι αυτός της ικανοποιούσε την επιθυμία. Εκεί έκλεισε και κάθε ευκαιρία να κάνει δική του οικογένεια.
Κάποτε φτάνει, ο κόμπος εκεί που ένα ελάχιστο τράβηγμα είναι ικανό να σπάσει την ψυχή σου. Και η ψυχή του πονάει. Πονάει που έμεινε μόνος, πονάει που δεν έχει φίλους, πονάει που δεν έκανε οικογένεια. Τον πονάνε τα ντουβάρια μέσα στα οποία είναι κλεισμένος. Τα ίδια ντουβάρια ορθώνονται και στο σπίτι του. Όσο ζούσαν οι γονείς του, του ήταν αδύνατον να υποψιαστεί τη μοναξιά που τον περίμενε. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, έγινε αυτός ο άντρας του σπιτιού... Νοιαζόταν για τα καθημερινά έξοδα, συμφωνούσε με τη μάνα του για το φαγητό της ημέρας, καθόταν στο σπίτι και της έκανε παρέα, σε κάθε της στενοχώρια την έτρεχε στους γιατρούς... τις αγόραζε, σχεδόν κάθε μέρα την αγαπημένη της σοκοφρέτα. Αρχόντισσα την είχε. Δεν προλάβαινε να ζητήσει κάτι εκείνη κι αυτός της ικανοποιούσε την επιθυμία. Εκεί έκλεισε και κάθε ευκαιρία να κάνει δική του οικογένεια.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου