Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2018
Αυτοέκδοση του Βασίλειου Διακοβασίλη, με την πρώτη απόπειρα του να μεταφέρει διηγήματα που γράφει εδώ και μερικά χρόνια, από τα ηλεκτρονικά μέσα δικτύωσης, σε έντυπη μορφή, σε βιβλίο.   Ανθρώπων ιστορίες , ο τίτλος του.... ...Ιστορίες, απ΄ τη ζωή βγαλμένες  ή φανταστικές,  ποιος αλήθεια  ξέρει;  Ιστορίες, που όταν αρχίσεις  να κτυπάς το πληκτρολόγιο,  τα γράμματα ένα ένα,  οι λέξεις  και οι προτάσεις εμφανίζονται  αβίαστα,  οι ιστορίες κυλούν μπροστά  σου, σαν ένα ποτάμι,  που θα  σταματήσει μόνο όταν θα φτάσει στον  προορισμό του.  Και τότε αφού ειπωθούν, η ψυχή  γαληνεύει  διότι την απάλυνες από το  αβάσταχτο φορτίο με το οποίο η  μνήμη την πλάκωνε. Ιστορίες για την αγάπη, για τον  χωρισμό, για τη μοίρα των ανθρώπων,  για τις καλές στιγμές ή τις δύσκολες  αποφάσεις τους.  Ιστορίες ανθρώπων....

Ο μόνος δρόμος

Σε λίγο η μάνα της, της έφερε το δίσκο με τον τούρκικο καφέ -  έτσι τον έλεγαν ακόμα τότε στο χωριό της- κι ένα δροσερό ποτήρι νερό. Κάθισε δίπλα της!  Η συζήτηση σχεδόν τυπική! Πώς πάει το Πανεπιστήμιο, πώς είναι η ζωή στη Θεσσαλονίκη, τι κάνουν οι παρέες της. Στην πραγματικότητα η Χάρης, ήθελε να μάθει απ΄ την κόρη της αν είχε δημιουργήσει κάποιον δεσμό, όμως οι σύντομες, δίχως ενθουσιασμό απαντήσεις που λάμβανε, την αποθάρρυναν από το να συνεχίσει την κουβέντα. Αυτή ήταν και η μεγάλη της αγωνία. Είχε κάνει την υπέρβαση μια φορά απέναντι στα κλειστά ήθη του χωριού της, στέλνοντας την κόρη της μόνη να σπουδάσει στη μακρινή Θεσσαλονίκη, μα αν τα έμπλεκε μ΄ έναν "ξένο", ποιος θα μπορούσε να κλείσει τα στόματα των συγχωριανών της. Θα κατασπάραζαν τη Χάρις οικτίροντας την για την τύχη της, αλλά και αποδίδοντας της όλες τις ευθύνες των επιλογών της. Τη δε Μαρία, θα την ξέγραφαν οριστικά από τα κατάστιχα των καλών και τίμιων κοριτσιών του τόπου τους κι έτσι θα έχανε το τυχερό

Έτσι τ' αποφάσισε ο Θεός!

Κάθε φορά που βλέπω το κλειστό εδώ και χρόνια σχολείο του χωριού, στο μυαλό μου έρχεται η αίθουσα Φυσικής Ιστορίας, την οποία είχε φτιάξει ο δάσκαλος μας. Πολλά τα εκθέματα της, μα αυτό που θυμάμαι ολοκάθαρα είναι οι προθήκες με τα βαλσαμωμένα ζώα της περιοχής μας.   Όπως εκείνο το γεράκι, με την κοφτερή ματιά του, που το μέγεθος του, τα χρώματα του και μια αδιόρατη κίνηση στο κεφάλι του, μου έδιναν την εντύπωση ότι κάποια μέρα θα έβρισκε την έξοδο και θα γλίτωνε από αυτήν την ιδιόμορφη αιχμαλωσία. Ή εκείνο πάλι το ζουρί, που ένα βράδυ μπήκε στο κοτέτσι του Νικολή και του "έπνιξε" σχεδόν όλες τις κότες, αλλά βγαίνοντας, χορτασμένο πια, δεν πρόσεξε το δόκανο που είχε στηθεί εκεί αποβραδίς... Το πρωί,η στριγκλιά φωνή της Μαριγώς ξεσήκωσε το Νικολή της,  ο οποίος αφού εκτίμησε την κατάσταση, απελευθέρωσε το άψυχο πια ζώο. Το πίσω πόδι του ήταν σπασμένο, αλλά ο δάσκαλος μπόρεσε να το στήσει και πάλι στα τέσσερα, με το μπροστινό δεξί του πόδι ελαφρά ανασηκωμένο και το κεφάλ

Θε μου, η μητρική στοργή πού βρήκε τόσο δηλητήριο;

Οι σκέψεις βασανίζουν τον Περικλή. Αυτή την άνοιξη τον πονάνε, τον πονάνε πολύ. Κάποτε φτάνει, ο κόμπος εκεί που ένα ελάχιστο τράβηγμα είναι ικανό να σπάσει την ψυχή σου. Και η ψυχή του πονάει. Πονάει που έμεινε μόνος, πονάει που δεν έχει φίλους, πονάει που δεν έκανε οικογένεια. Τον πονάνε τα ντουβάρια μέσα στα οποία είναι κλεισμένος. Τα ίδια ντουβάρια ορθώνονται και στο σπίτι του. Όσο ζούσαν οι γονείς του, του ήταν αδύνατον να υποψιαστεί τη μοναξιά που τον περίμενε. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, έγινε αυτός ο άντρας του σπιτιού... Νοιαζόταν για τα καθημερινά έξοδα, συμφωνούσε με τη μάνα του για το φαγητό της ημέρας, καθόταν στο σπίτι και της έκανε παρέα, σε κάθε της στενοχώρια την έτρεχε στους γιατρούς... τις αγόραζε, σχεδόν κάθε μέρα την αγαπημένη της σοκοφρέτα. Αρχόντισσα την είχε. Δεν προλάβαινε να ζητήσει κάτι εκείνη κι αυτός της ικανοποιούσε την επιθυμία. Εκεί έκλεισε και κάθε ευκαιρία να κάνει δική του οικογένεια.

Η ωραία εποχή

Ο ήλιος είχε σηκωθεί πια για τα καλά! Οι λουόμενοι γέμιζαν σιγά σιγά την  παραλία . Οι χαρούμενες φωνές, τα γεμάτα υποσχέσεις βλέμματα, τα τυχαία αγγίγματα, τσάκιζαν τη νύχτα! Η ζωή, με όλη της την ορμή, κέρδιζε.  Κλείστηκες στο σπίτι σου, έπεσες για ύπνο. Τι κι αν η μάνα σου πρόλαβε να σε ρωτήσει, να σε κατηγορήσει, να βγάλει φωνή απελπισίας; Τι κι αν σε κρυφοκοίταξε απ΄τη χαραμάδα της μισάνοιχτης πόρτας της κάμαρας σου; Τα όνειρα σου ήταν γαλήνια, γεμάτα φως, ο έρωτας σχηματιζόταν στο πρόσωπό σου!

Καστελόριζο, προ αεροδρομίου, προ Mediterraneo, προ διαγγέλματος Παπανδρέου

Λίγες μέρες, προτού βρεθώ στο νησί, βρήκα έναν παλιό καθηγητή μου, στη Ρόδο. Ήμουν στενοχωρημένος. Μου λέει: "Δες το σαν ευκαιρία, να μείνεις λίγο μόνος, με τον εαυτό σου, δες το σαν άσκηση αυτογνωσίας!". Είμαι μόλις 22 χρόνων. Δεν έχω κάτι να πω με τον εαυτό μου. Αυτό που θέλω είναι να γεμίσω τη ψυχή μου με ζωή. Αυτή η ακινησία, τα ατελείωτα βράδια με τις άνευ σημασίας συζητήσεις, αυτές οι ακατανόητες ιστορίες που φτιάχνουν οι πολιτικοί, δεν με ενδιαφέρουν.   Ψάχνω τη τσάντα μου, βγάζω τα Walkman, τοποθετώ την κασέτα που σήμερα μόλις έλαβα, από τη συμμαθήτρια μου, τη Μαρία, με τις τελευταίες επιτυχίες του αμερικάνικου μουσικού στερεώματος. Το πρώτο τραγούδι:  Dance with me του Leonard Koen. Ρυθμικό, ανεξήγητα θλιμμένο. Το έβαλα και πάλι από την αρχή. Μου αρέσει! Dance me to the end of love... Με ποια; Είμαι μόνος! Σε μια υποτιθέμενη παραλία, με τον ήλιο να με καίει, απέναντι από το μικρασιατικό φόβητρο, στο τέρμα της πατρίδας μου..., δεν βλέπω την ώρα να φύγω απ΄ το νη

Είναι κουτό γιατρέ... ή μήπως δεν είναι και τόσο;

Χαιρόταν, ναι χαιρόταν διότι θα είχε δουλειά για τους επόμενους εννέα μήνες. Και στα χρόνια αυτά, το να εργάζεται ένας νέος άνθρωπος εθεωρείτο, τουλάχιστον ως "τύχη αγαθή". Ένιωθε, όμως κουρασμένη! Τα τριάντα της... θα τα γιόρταζε τον  επόμενο μήνα. Η σημερινή ημέρα, επαναλαμβανόταν, για έβδομη φορά! Για έβδομη φορά, κάθε Σεπτέμβριο τα τελευταία χρόνια, μάθαινε την τοποθέτηση της, την άλλη μέρα φρόντιζε να είναι στη γραφεία της Διεύθυνσης του νομού, έκανε αίτηση τοποθέτησης, περίμενε την απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου, έπαιρνε ξανά τα πράγματα της, πήγαινε στο νέο της σχολείο, αναλάμβανε μια τάξη, γνώριζε νέους συναδέλφους, δενόταν με τους μαθητές της, με τους γονείς τους, τελείωνε η χρονιά, αποχαιρετούσε, πήγαινε στον ΟΑΕΔ, δηλωνόταν, χαιρόταν το καλοκαίρι της και από τον Σεπτέμβριο... πάλι από την αρχή. Μόνο που κάθε φορά ήταν και κάπου αλλού!

Ένα καλοκαίρι kitsch

Η παλιά συμμαθητική παρέα με τις χίλιες αναμνήσεις και το συνεχώς συνεχόμενο ξεμάκρεμα. Η νέα φοιτητριούλα, που διηγείται τις τόσες καινούριες εμπειρίες της, για ώρες κι ας είναι ακόμα στην αρχή. Η αθλητική τσάντα που ανοίγει και βγάζεις έξω αντηλιακό, ρακέτες, μπαλάκι, πετσέτα, γυαλιά ηλίου, τσιγάρα, φωτιά, γουόκμαν, εφημερίδα, τις κασέτες του Lennon και του Νταλάρα, το βιβλίο του Μάρκες: "Η Αθώα Ερέντιρα", χτένα. Τα γυαλιά που εστιάζουν στο κορίτσι απέναντι, που φοβάται να βρέξει τα μαλλιά του στη θάλασσα. Το μπουκάλι της Coca Cola, που τα παιδάκι, το γεμίζει θάλασσα και πάλι από την αρχή, αφού το αδειάσει. Το άγχος των εξετάσεων του Σεπτέμβρη. Το μαύρισμα με αντηλιακό ή όχι. Τα άγνωστα πρόσωπα που θα μάθουμε ποια είναι. Ο κρυφός πόθος για το "παιδί" που δεν χορταίνει τη θάλασσα. 

Συνέχισε το δρόμο του

Χωρίς να το καταλάβουν, βρέθηκαν στην άκρη της πόλης, προς το παλιό τηλεγραφείο, στο μπαρ του Άγγλου. Ελάχιστος κόσμος, δυο ζευγάρια τουριστών, αμίλητα, με το ποτό στο χέρι, παρατηρούσαν το φεγγάρι που χανόταν πίσω από τον απέναντι λόφο και ένας ντόπιος,  που κάτι ψιθύριζε στον μπάρμαν  με συνωμοτικό ύφος .    Οι ροκ μπαλάντες  των Dire Straits που ακούγονταν, ταίριαζαν απόλυτα και με το χώρο και με τη διάθεση τους. Κατευθύνθηκαν προς το μπαρ, ζήτησαν δυο extra dry martini, τα πήραν και κατευθύνθηκαν προς το πιο ακριανό τραπέζι, προς την παραλία. 

Δεν ήταν το τυχερό της

Εκείνο το απόγευμα ο Μενέλαος, μαζί με όλα τα άλλα, σκεφτόταν και την επιστροφή του στο νησί, το πατρικό του στο οποίο ζούσε μόνη της πια, η μάνα του, τους συγγενείς του, όσους εξακολουθούσαν να μένουν στο νησί, οι περισσότεροι είχαν σκορπίσει στην Αθήνα, τους φίλους του, που γνώριζε από την παιδική του ηλικία. Δεν είχε αποφασίσει τι θα έκανε για να ζήσει, γνώριζε ότι το μικρό κομπόδεμα που κουβαλούσε μαζί του, θα του έφτανε μετά βίας, για να τα βγάλει πέρα, όχι παραπάνω από έναν χρόνο, αλλά ήταν αισιόδοξος ότι όλα θα του πήγαιναν καλά. Μέσα στις σκέψεις του, έμπαινε και η  Ασημίνα με την οποία ήδη άρχισε να νιώθει αρκετά οικεία  .... και όχι μόνο, μιας που η γυναικεία φύση της,  την οποία ήξερε να αναδεικνύει, του ξυπνούσε και πάλι αισθήματα, που για πολύ καιρό είχε θάψει βαθιά μέσα του.

Ένα πικάπ με περίμενε στη γωνία

Πολλές φορές τρύπωνα κι εγώ κάπου εκεί, στο διάδρομο ή τα σκαλοπάτια της μπροστινής πόρτας, για να μπορώ απλά και μόνο να παρακολουθώ την όλη διαδικασία της επιλογής των τραγουδιών που θα έπαιζε το πικάπ στη σύντομη διαδρομή. Άνοιγε η πλαστική δισκοθήκη, με τις σελίδες των δίσκων, ξεφυλλιζόταν γρήγορα γρήγορα και τα επιλεγμένα σαρανταπεντάρια έβγαιναν και στοιβάζονταν δίπλα στο κατακόκκινο πικάπ. Λίγο προτού ξεκινήσει το λεωφορείο, είχε επιλεγεί το πρώτο τραγούδι, και ήδη ακουγόταν από τα μικρά ηχεία της οροφής. Τα πρώτα τραγούδια επιλέγονταν εύκολα. Όλοι συμφωνούσαν με τη μία γι΄ αυτά, είτε με ένα νεύμα είτε με επιδοκιμαστικά σχόλια. Τα δύσκολα άρχιζαν μετά το έβδομο - όγδοο δισκάκι. Τότε έπρεπε να ικανοποιηθούν και οι προσωπικές επιλογές των καθενός, που είχε έγκαιρα πιάσει μια από τις μπροστινές θέσεις. Τον τελικό λόγο όμως τον είχε σχεδόν πάντα, ο τυχερός ή η τυχερή που κρατούσε την πλαστική δισκοθήκη.

Ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης

Ο νεαρός επισκέπτης, είχε οδηγηθεί ως εδώ, ορμώμενος από την ιστορία που είχε ακούσει, τον προηγούμενο χειμώνα, αργά το βράδυ, στο καφενείο του χωριού. Έλεγαν για τον Νικολή της Μαριγώς, που είχε καλογερέψει. Όλοι στο χωριό ήξεραν την πραγματική αιτία της απόφασης του αυτής, κανένας όμως δεν τη συζητούσε στο φως της ημέρας με πολύ κόσμο. Μόνο κάποιες τέτοιες ώρες, όταν στη σόμπα έκαιγαν τα τελευταία ξύλα της ημέρας και οι γεροντότεροι γύριζαν τις κουβέντες στα παλιά σαν μια προσπάθεια τους για να επαναφέρουν το χαμένο χρόνο, ακούγονταν αυτές οι ιστορίες.
Μια συνηθισμένη ιστορία ...Στο μυαλό της, αναπάντεχα εισέβαλαν οι κόκκινες γόβες της, τις οποίες πριν δύο βράδια, του είχε χαρίσει, αφού εκείνος τις της παρέδωσε στα χέρια, καθαρισμένες και ιδιαίτερα περιποιημένες. Αυτή, η αναπάντεχη χειρονομία, ανάστησε μέσα της την ικανότητα να βλέπει και πάλι, όλη τη γοητεία που εξακολουθούσε να σκορπά, στους άντρες που την περιστοίχιζαν. Στην ευφορία που είχε αισθανθεί, αντέδρασε εκείνη τη στιγμή, λέγοντας στον νεαρό αγγελιοφόρο των ευχάριστων ειδήσεων: " Θέλω να μου υποσχεθείς κάτι. Κάποια μέρα να τα φορέσεις σε μία κοπελίτσα χαζή και ερωτευμένη, να τη βάλεις να περπατήσει για να δεις πως τα τακούνια τής ορθώνουν τα καπούλια κι έπειτα να τη γαμήσεις χωρία να τα βγάλει. Ορκίσου μου πως θα το κάνεις "......