Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης

Ο νεαρός επισκέπτης, είχε οδηγηθεί ως εδώ, ορμώμενος από την ιστορία που είχε ακούσει, τον προηγούμενο χειμώνα, αργά το βράδυ, στο καφενείο του χωριού. Έλεγαν για τον Νικολή της Μαριγώς, που είχε καλογερέψει. Όλοι στο χωριό ήξεραν την πραγματική αιτία της απόφασης του αυτής, κανένας όμως δεν τη συζητούσε στο φως της ημέρας με πολύ κόσμο. Μόνο κάποιες τέτοιες ώρες, όταν στη σόμπα έκαιγαν τα τελευταία ξύλα της ημέρας και οι γεροντότεροι γύριζαν τις κουβέντες στα παλιά σαν μια προσπάθεια τους για να επαναφέρουν το χαμένο χρόνο, ακούγονταν αυτές οι ιστορίες.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αυτοέκδοση του Βασίλειου Διακοβασίλη, με την πρώτη απόπειρα του να μεταφέρει διηγήματα που γράφει εδώ και μερικά χρόνια, από τα ηλεκτρονικά μέσα δικτύωσης, σε έντυπη μορφή, σε βιβλίο.   Ανθρώπων ιστορίες , ο τίτλος του.... ...Ιστορίες, απ΄ τη ζωή βγαλμένες  ή φανταστικές,  ποιος αλήθεια  ξέρει;  Ιστορίες, που όταν αρχίσεις  να κτυπάς το πληκτρολόγιο,  τα γράμματα ένα ένα,  οι λέξεις  και οι προτάσεις εμφανίζονται  αβίαστα,  οι ιστορίες κυλούν μπροστά  σου, σαν ένα ποτάμι,  που θα  σταματήσει μόνο όταν θα φτάσει στον  προορισμό του.  Και τότε αφού ειπωθούν, η ψυχή  γαληνεύει  διότι την απάλυνες από το  αβάσταχτο φορτίο με το οποίο η  μνήμη την πλάκωνε. Ιστορίες για την αγάπη, για τον  χωρισμό, για τη μοίρα των ανθρώπων,  για τις καλές στιγμές ή τις δύσκολες  αποφάσεις τους.  Ιστορίες ανθρώπων....

Ο μόνος δρόμος

Σε λίγο η μάνα της, της έφερε το δίσκο με τον τούρκικο καφέ -  έτσι τον έλεγαν ακόμα τότε στο χωριό της- κι ένα δροσερό ποτήρι νερό. Κάθισε δίπλα της!  Η συζήτηση σχεδόν τυπική! Πώς πάει το Πανεπιστήμιο, πώς είναι η ζωή στη Θεσσαλονίκη, τι κάνουν οι παρέες της. Στην πραγματικότητα η Χάρης, ήθελε να μάθει απ΄ την κόρη της αν είχε δημιουργήσει κάποιον δεσμό, όμως οι σύντομες, δίχως ενθουσιασμό απαντήσεις που λάμβανε, την αποθάρρυναν από το να συνεχίσει την κουβέντα. Αυτή ήταν και η μεγάλη της αγωνία. Είχε κάνει την υπέρβαση μια φορά απέναντι στα κλειστά ήθη του χωριού της, στέλνοντας την κόρη της μόνη να σπουδάσει στη μακρινή Θεσσαλονίκη, μα αν τα έμπλεκε μ΄ έναν "ξένο", ποιος θα μπορούσε να κλείσει τα στόματα των συγχωριανών της. Θα κατασπάραζαν τη Χάρις οικτίροντας την για την τύχη της, αλλά και αποδίδοντας της όλες τις ευθύνες των επιλογών της. Τη δε Μαρία, θα την ξέγραφαν οριστικά από τα κατάστιχα των καλών και τίμιων κοριτσιών του τόπου τους κι έτσι θα έχανε το τυχερό ...

Έτσι τ' αποφάσισε ο Θεός!

Κάθε φορά που βλέπω το κλειστό εδώ και χρόνια σχολείο του χωριού, στο μυαλό μου έρχεται η αίθουσα Φυσικής Ιστορίας, την οποία είχε φτιάξει ο δάσκαλος μας. Πολλά τα εκθέματα της, μα αυτό που θυμάμαι ολοκάθαρα είναι οι προθήκες με τα βαλσαμωμένα ζώα της περιοχής μας.   Όπως εκείνο το γεράκι, με την κοφτερή ματιά του, που το μέγεθος του, τα χρώματα του και μια αδιόρατη κίνηση στο κεφάλι του, μου έδιναν την εντύπωση ότι κάποια μέρα θα έβρισκε την έξοδο και θα γλίτωνε από αυτήν την ιδιόμορφη αιχμαλωσία. Ή εκείνο πάλι το ζουρί, που ένα βράδυ μπήκε στο κοτέτσι του Νικολή και του "έπνιξε" σχεδόν όλες τις κότες, αλλά βγαίνοντας, χορτασμένο πια, δεν πρόσεξε το δόκανο που είχε στηθεί εκεί αποβραδίς... Το πρωί,η στριγκλιά φωνή της Μαριγώς ξεσήκωσε το Νικολή της,  ο οποίος αφού εκτίμησε την κατάσταση, απελευθέρωσε το άψυχο πια ζώο. Το πίσω πόδι του ήταν σπασμένο, αλλά ο δάσκαλος μπόρεσε να το στήσει και πάλι στα τέσσερα, με το μπροστινό δεξί του πόδι ελαφρά ανασηκωμένο και...